ορνίθι(ον)

ορνίθι(ον)
τό
1) цыплёнок; 2) перен. глупец, дурак, простак

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ορνίθι(ον)" в других словарях:

  • ορνίθι — το (Α ὀρνίθιον) [όρνις, ιθος] μικρή όρνιθα, κοτόπουλο νεοελλ. (σκωπτικά) (για πρόσωπο) αφελής άνθρωπος, αντικείμενο εκμετάλλευσης από τους άλλους, κουτορνίθι αρχ. μικρό πτηνό …   Dictionary of Greek

  • ὄρνιθι — ὄρνις ara masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Clítor — Κλείτωρ Clítor Ciudad de la Antigua Grecia Datos generales Habitantes griegos Idioma g …   Wikipedia Español

  • εναλίγκιος — ἐναλίγκιος, ον και ἐναλίγκιος, η, ον (Α) όμοιος («ὄρνιθι λιγυρῇ ἐναλίγκιος», Ομ. Ιλ.) 2. (το ουδ. ως επίρρ.) ἐναλίγκιον όμοια, παρόμοια …   Dictionary of Greek

  • κάναλα — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 13 κάτ.) της Κύθνου. Βρίσκεται στη νοτιοανατολική ακτή του νησιού, στον όρμο Κανάλι. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κύθνου του νομού Κυκλάδων. * * * η το ανεστραμμένο κεραμίδι που πάνω του στηρίζονται τα δύο κυρτά… …   Dictionary of Greek

  • κουτορνίθι — το κουτός, ανόητος σαν ορνίθι, χαζός …   Dictionary of Greek

  • λάρος — ο (AM λάρος) είδος θαλάσσιου πτηνού, ο γλάρος («σεύατ ἔπειτ ἐπὶ κῡμα λάρῳ ὄρνιθι ἑοικώς», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. μτφ. (για δημαγωγό, ιδίως για τον Κλέωνα) άπληστος («λάρος κεχηνὼς ἐπὶ πέτρας δημηγορῶν», Αριστοφ.) 2. μτφ. ανόητος, μωρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Για… …   Dictionary of Greek

  • λεπίδα — η (AM λεπίς, ίδος) [λέπος] έλασμα τέμνοντος οργάνου, λ.χ. ξίφους, μαχαιριού, ξυραφιού κ.λπ. (α. «η λεπίδα τού μαχαιριού» 8. «λεπὶς πρίονος», Ορειβ.) νεοελλ. 1. το όργανο που φέρει τέτοιο έλασμα («ξυριστική λεπίδα» το ξυραφάκι) 2. βοτ. το ανώτερο… …   Dictionary of Greek

  • ορνιθάριον — ὀρνιθάριον, τὸ (Α) [όρνιος, ιθος] μικρό πτηνό, ορνίθι …   Dictionary of Greek

  • ορνύφι(ο)ν — ὀρνύφι(ο)ν, τὸ (ΑΜ) μικρό πτηνό, ορνίθι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, ιθος + υποκορ. κατάλ. ύφι(ο)ν (πρβλ. ζω ύφιον)] …   Dictionary of Greek

  • όρνιθα — Το θηλυκό του πετεινού. Πουλί του γένους αλέκτωρ (gallus), της οικογένειας των φασιανιδών. Βλ. λ. πετεινός. * * * η (ΑΜ ὄρνις, ιθος, δωρ. και ιων. τ. ὄρνιξ, ιχος, κρητ. τ. ὄννις, ὁ, ἡ) (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Όρνιθες τίτλος μιας από τις… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»